κρομέριος

κρομέριος
-ο, θηλ. και -α
γεωλ. φρ. «κρομέρια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «κρομέριο» — μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στη βόρεια Ευρώπη, η οποία προηγείται τής ελστέριας μεσοπαγετώδους εποχής και ακολουθεί τη μενάπια μεσοπαγετώδη εποχή·
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cromerian < τόπων. Cromer στο Νόρφοκ τής Αγγλίας. Η εποχή πήρε αυτή την ονομασία εξαιτίας τών πέτρινων εργαλείων που βρέθηκαν στην περιοχή αυτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρομέριο — το γεωλ. βλ. κρομέριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”